- κομμίζω
- κομμίζω (Α) [κόμμι]έχω όψη κόμμεως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κομμίζουσα — κομμίζω to be like gum pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμμι — το (Α κόμμι, εως) ιξώδης ουσία φυτικής προέλευσης η οποία εκκρίνεται συνήθως από εγκοπές ή τυχαία τραύματα που δημιουργούνται στον φλοιό ορισμένων δένδρων ή θάμνων («ελαστικό κόμμι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως, πρβλ. αιγυπτ. kmjt … Dictionary of Greek